- υμεδαπός
- -ή, -ό / ὑμεδαπός, -ή, -όν, ΝΑ1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο με εσάς, ο συντοπίτης σας2. ο δικός σας.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. ὑμε- τού ὑμεῖς κατά το πρότυπο τού ἡμεδαπός (βλ. λ. ημεδαπός)].
Dictionary of Greek. 2013.