υμεδαπός

υμεδαπός
-ή, -ό / ὑμεδαπός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο με εσάς, ο συντοπίτης σας
2. ο δικός σας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. ὑμε- τού ὑμεῖς κατά το πρότυπο τού ἡμεδαπός (βλ. λ. ημεδαπός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑμεδαπός — ὑ̱μεδαπός , ὑμεδαπός your countryman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμεδαπῶν — ὑ̱μεδαπῶν , ὑμεδαπός your countryman fem gen pl ὑ̱μεδαπῶν , ὑμεδαπός your countryman masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμεδαποῖσι — ὑ̱μεδαποῖσι , ὑμεδαπός your countryman masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμεδαπῆς — ὑ̱μεδαπῆς , ὑμεδαπός your countryman fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμεδαπήν — ὑ̱μεδαπήν , ὑμεδαπός your countryman fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”